Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αλλάζω χρήματα

  • 1 менять

    менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή
    * * *

    меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση

    меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα

    меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)

    Русско-греческий словарь > менять

  • 2 разменять

    разменять (деньги) κάνω ψιλά· αλλάζω χρήματα (на другую валюту)
    * * *
    ( деньги) κάνω ψιλά; αλλάζω χρήματα ( на другую валюту)

    Русско-греческий словарь > разменять

  • 3 менять

    ρ.δ.μ.
    1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•

    менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.

    2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).
    3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•

    -бель αλλάζω τα εσώρουχα;

    4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•

    менять голос αλλάζω τη φωνή•

    менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•

    менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•

    менять религию αλλαξοπιστώ•

    -мнение αλλάζω γνώμη.

    αλλάζω• μεταβάλλομαι•

    давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•

    часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•

    моды -ются οι μόδες αλλάζουν•

    характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;

    εκφρ.
    менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς.

    Большой русско-греческий словарь > менять

  • 4 менять

    менять
    несов в разн. знач. ἀλλαζα), μεταβάλλω:
    \менять белье ἀλλάζω ἀσπρόρρου-χα· \менять деньги χάλάω χρήματα, κάνω ψιλά· \менять положение μεταβάλλω τήν κατάσταση· \менять свое мнение μεταβάλλω (или ἀλλάζω) γνώμη· \менять политику ἀλλάζω πολιτική· э́то не меняет дела αὐτό δέν'άλ-λάζει τήν ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > менять

  • 5 переводить

    переводить
    несов
    1. (куда-л.) μεταθέτω/ μεταφέρ(ν)ω, προάγω, προβιβάζω (в другой класс):
    \переводить на другу́ю работу μεταθέτω σέ ἄλλη δουλειά·
    2. (на другой язык) μεταφράζω:
    \переводить устно μεταφράζω προφορικά· \переводить с ру́сского языка на греческий μεταφράζω ἀπό τά ρούσικα στά ἐλληνικά·
    3. (пересылать по почте) ἐμβάζω, στέλνω ἐμβασμα·
    4. (в другую систему измерения и т. п.) μετατρέπω· 5.:
    \переводить стрелку часов вперед (назад) μεταθέτω τόν δείκτη τοῦ ρολογιού ἐμπρός (πίσω)· \переводить стрелку ж.-д. γυρίζω τό κλειδί (σιδηροδρομικής γραμμής)·
    6. (бесполезно расходовать) разг σπαταλώ:
    \переводить проду́кты (деньги) σπαταλώ τά τρόφιμα (τά χρήματα)· ◊ \переводить дух παίρνω ἀνάσά \переводить разговор на другу́ю тему ἀλλάζω θέμα συζήτησης.

    Русско-новогреческий словарь > переводить

  • 6 разменять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. разменянный, βρ: -нян, -а, -о (για χρήματα) α-νταλάσσω, αλλάζω, χαλνώ, κάνω λιανά, ψιλά.
    1. (αντ)αλλάσσω•

    разменять пешками αλλάζομεπιόνια.

    2. μτφ. ξοδεύω για μικροπράγματα (δυνάμεις, ικανότητες κ.τ.τ.).
    3. μτφ. ανταποδίδω (τα ίδια).

    Большой русско-греческий словарь > разменять

См. также в других словарях:

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… …   Dictionary of Greek

  • στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»